Ο Μακάριος Γ΄ είναι, αναμφίβολα, μιας από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της νεότερης κυπριακής ιστορίας και μια από τις σπουδαιότερες του νεότερου Ελληνισμού, με παγκόσμια φήμη και διεθνές κύρος. Είναι, επίσης, ο ιδρυτής και διαμορφωτής της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας και πρώτος Κύπριος πρόεδρος. Υπήρξε και εξακολουθεί να είναι, ένα από τα περισσότερο συζητημένα διεθνώς πρόσωπα.
Ο Μακάριος Γ΄, κατά κόσμον Μιχαήλ Χριστοδούλου Μούσκος, γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου του 1913 στο χωριό Παναγιά της επαρχίας Πάφου, από αμόρφωτους αγρότες γονείς. Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού του, απ' όπου κι αποφοίτησε το 1926. Τον ίδιο χρόνο έγινε δεκτός ως δόκιμος στο μοναστήρι του Κύκκου, στα βουνά του Τροόδους. Στο σχολείο που λειτουργούσε τότε στο μοναστήρι, παρακολούθησε τα πρώτα γυμνασιακά μαθήματα, ταυτόχρονα προς την εκκλησιαστική μύηση και αγωγή. Το 1933 κέρδισε υποτροφία από το μοναστήρι και εγγράφηκε στην Δ΄ τάξη του Παγκύπριου Γυμνάσιου στη Λευκωσία. Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών διέμενε στο μετόχι του Κύκκου, τον Άγιο Προκόπιο, κοντά στη Λευκωσία. Από το Παγκύπριο Γυμνάσιο αποφοίτησε με άριστα το 1936. Στη συνέχεια επέστρεψε στο μοναστήρι του Κύκκου όπου, μεταξύ άλλων, εργάστηκε και ως δάσκαλος στο σχολείο του μοναστηριού.
Στις 7 Αυγούστου του 1938 χειροτονήθηκε σε διάκονο από τον επίσκοπο Πάφου και τοποτηρητή του αρχιεπισκοπικού θρόνου Λεόντιο, στην Πάφο, παίρνοντας το όνομα Μακάριος Κυκκώτης. Τον επόμενο μήνα, με υποτροφία του μοναστηριού του, έφυγε για ανώτερες σπουδές στην Αθήνα. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1942, με άριστα. Έζησε ταυτόχρονα το δράμα του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και την τραγωδία της γερμανοϊταλικής κατοχής. Κατά τη διάρκεια της κατοχής αναμείχθηκε στην αντίσταση. Μετά την απελευθέρωση, χειροτονήθηκε στην Αθήνα, στις 13 Ιανουαρίου του 1946, σε πρεσβύτερο και αμέσως προεχειρίσθη σε αρχιμανδρίτη, από τον μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελεήμονα.
Διέκοψε τότε τις σπουδές του και επέστρεψε στην Κύπρο στις 9 Ιουνίου του 1948. Στις 13 του ίδιου μήνα χειροτονήθηκε και ενθρονίστηκε ως επίσκοπος Κιτίου από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Β΄.
Στις 26 Ιουνίου 1950, πέθανε ο γηραιός αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β΄. Ο Κιτίου Μακάριος προβλήθηκε τότε ως υποψήφιος για το αρχιεπισκοπικό αξίωμα. Ο επίσκοπος Πάφου Κλεόπας δεν έθεσε υποψηφιότητα, ενώ ο τρίτος των επισκόπων, ο Κυρηνείας Κυπριανός, προβλήθηκε επίσης ως υποψήφιος αν και ο ίδιος απουσίαζε από την Κύπρο (ηγείτο της αποστολής για επίδοση των τόμων του δημοψηφίσματος στις κυβερνήσεις Αθηνών και Λονδίνου και στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη). Κατά τις εκλογές, ο Κιτίου Μακάριος εξελέγη παμψηφεί ως νέος αρχιεπίσκοπος Κύπρου στις 20 Οκτωβρίου του 1950. Η ενθρόνισή του έγινε την ίδια μέρα στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη στη Λευκωσία. Διάδοχός του στον θρόνο Κιτίου εξελέγη λίγο αργότερα ο Άνθιμος Μαχαιριώτης.
Η εκλογή του Μακαρίου Γ΄ ως αρχιεπισκόπου και εθνάρχη το 1950, σήμαινε ότι αυτός ανελάμβανε, ως αρχηγός, και την ευθύνη για τον (προετοιμαζόμενο ήδη αλλά χωρίς σαφή μεθόδευση ακόμη) αγώνα των Ελλήνων Κυπρίων προς αποτίναξη του αγγλικού ζυγού και ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα.
Από την Αθήνα ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος απαίτησε εξ αρχής την υιοθέτηση του Κυπριακού ζητήματος, την προβολή του διεθνώς, την εγγραφή του στον ΟΗΕ και την χάραξη δυναμικής πολιτικής έναντι των Άγγλων, ώστε αυτοί να αποδώσουν στην Κύπρο την ελευθερία της. Η ελευθερία της Κύπρου ερμηνευόταν από το δίπτυχο αυτοδιάθεσης - ένωσης με την Ελλάδα. Η Ελλάδα, που μόλις είχε βγει τραυματισμένη σοβαρά από τον εμφύλιο πόλεμο (που κι αυτός ακολούθησε την τραγωδία της γερμανοϊταλικής κατοχής), εξαρτάτο σχεδόν απόλυτα από τους Βρετανούς και τους Αμερικανούς. Αφού δε ο αγώνας των Κυπρίων στρεφόταν κατά των Βρετανών κατακτητών τους, η Ελλάδα αδυνατούσε να προσφέρει σοβαρής μορφής βοήθεια
Ο Μακάριος ήταν, αναμφισβήτητα, ο αρχηγός του απελευθερωτικού αγώνα του οποίου τη στρατιωτική αρχηγία είχε ο Γεώργιος Γρίβας, εμφανιζόμενος με το ψευδώνυμο «Διγενής». Τον ηγετικό ρόλο του Μακαρίου (που είχε το ψευδώνυμο «Γενικός») γνώριζαν βέβαια οι Βρετανοί, που δεν μπορούσαν όμως και να τον αποδείξουν (το κατόρθωσαν όμως αργότερα, όταν βρήκαν και παρουσίασαν το μυστικό ημερολόγιο που κρατούσε ο Γρίβας).
Ο Μακάριος, με το τεράστιο κύρος που είχε αποκτήσει, ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να το κάνει και θα το έκανε. Η αγγλική μεθόδευση, όμως, τον εξουδετέρωσε κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο με ένα αποτελεσματικό τρόπο: εξορία.
Ο Μακάριος συνελήφθηκε κι στάλθηκε στην εξορία στις 9 Μαρτίου του 1956, ενώ αναχωρούσε για μια ακόμη επίσκεψη στην ελληνική πρωτεύουσα για διαβουλεύσεις με την κυβέρνηση Καραμανλή.
Στην περίπτωση του Μακαρίου, δεν θεωρήθηκε αρκετή η απέλαση από την Κύπρο. Αντίθετα, μετεφέρθη στις Σεϋχέλλες, μικρό σύμπλεγμα νησιών στη μέση του Ινδικού Ωκεανού, όπου και κρατήθηκε αιχμάλωτος μαζί με τους συνεξορίστους του (τον επίσκοπο Κυρηνείας Κυπριανό, τον ιερέα Παπασταύρο Παπαγαθαγγέλου και τον Πολύκαρπο Ιωαννίδη). Ήταν φανερό ότι οι Βρετανοί δεν ήθελαν μόνο να διώξουν τον Μακάριο από το νησί αλλά, πολύ περισσότερο, να τον απομονώσουν ώστε να μη μπορεί να παρακολουθεί και να επηρεάζει τις εξελίξεις. Η εξορία και αιχμαλωσία του προκάλεσε θυελλώδεις αντιδράσεις και στην Κύπρο και στην Ελλάδα, καθώς και διεθνή κατακραυγή
Ο Μακάριος κρατήθηκε στην απομόνωση των Σεϋχελλών για 13 συνολικά μήνες (από τον Μάρτιο του 1956 μέχρι τον Απρίλιο του 1957˙ είχε απελευθερωθεί στις 28 Μαρτίου του 1957 με τον όρο να μη επιστρέψει στην Κύπρο,
Κάτω από τις νέες συνθήκες, ο Μακάριος αναγκάστηκε να κάμει μια θεαματική στροφή με τη γνωστή δήλωσή του προς τη Βρετανίδα βουλευτίνα Μπάρμπαρα Κασλ, στις 16 Σεπτεμβρίου του 1958. Με τη δήλωση του εκείνη, που χαροποίησε και ανακούφισε ιδιαίτερα την κυβέρνηση Καραμανλή, ο Μακάριος παρουσιαζόταν πρόθυμος να συζητήσει λύση ανεξαρτησίας για την Κύπρο, εγκαταλείποντας το πάγιο αίτημα του κυπριακού αγώνα για αυτοδιάθεση - ένωση με την Ελλάδα.
Στις αρχές του 1959 συνομολογήθηκαν στη Ζυρίχη οι γνωστές ελληνοτουρκικές συμφωνίες βάσει των οποίων η Κύπρος θα γινόταν ανεξάρτητο κράτος. Ο Μακάριος πήγε στο Λονδίνο με σκοπό να προσπαθήσει να βελτιώσει όσο γινόταν τις συμφωνίες. Εκεί όμως βρέθηκε μπροστά σε μια κατάσταση που δεν ήταν δυνατό ούτε στο ελάχιστο να τροποποιηθεί. Οι συμφωνίες υπογράφηκαν στις 19 Φεβρουαρίου του 1959.
Οι πρώτες προεδρικές εκλογές έγιναν στις 13 Δεκεμβρίου 1959. Διεκδικητές του ανώτατου αξιώματος ήταν ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος, τον οποίο υποστήριζαν όλοι οι αγωνιστές της ΕΟΚΑ, και ο Ιωάννης Κληρίδης τον οποίο υποστήριξε η άκρα Δεξιά αλλά και η κυπριακή Αριστερά. Νικητής εξήλθε ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος με ποσοστό 67% των ψήφων, και κατέστη έτσι ο πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ως πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κύπρου, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος ήταν εκείνος που έθεσε τις βάσεις και οργάνωσε το νέο κράτος, χαράσσοντας ταυτόχρονα και την πορεία που έμελλε ν’ ακολουθήσει. Ο Μακάριος ενέταξε την Κύπρο στην οικογένεια των Ηνωμένων Εθνών, ως ισότιμο κράτος - μέλος, καθώς και στην ομάδα των χωρών - μελών της Κοινοπολιτείας. Ακολούθησε αδέσμευτη εξωτερική πολιτική και παρέστη ο ίδιος προσωπικά στην ιδρυτική συνέλευση του κίνηματος των Αδεσμεύτων που έγινε στο Βελιγράδι της Γιουγκοσλαβίας τον Σεπτέμβριο του 1961, παρά τις αντιδράσεις των Τούρκων.
Ο Μακάριος αντιμετώπισε, κατά τα πρώτα χρόνια της προεδρίας του, ένα ολόκληρο βουνό από προβλήματα, από τα πιο απλά (όπως η αποκατάσταση παθόντων αγωνιστών) μέχρι τα πιο δύσκολα (όπως η προβληματική λειτουργία του κράτους εξαιτίας διαφόρων άρθρων του Συντάγματος που προέκυψε από τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου).
Στα τέλη του 1963 ξέσπασε η ανταρσία των Τουρκοκυπρίων και σημειώθηκαν οι πρώτες αιματηρές συγκρούσεις. Την ανταρσία αντιμετώπισαν εθελοντές Ελληνοκύπριοι. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν και μέσα στο 1964, που στάθηκε κρίσιμο έτος για τις κυπριακές εξελίξεις.
Τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1967 ο πρόεδρος Μακάριος αντιμετώπισε μια νέα μεγάλη κρίση, γνωστή ως κρίση της Κοφίνου. Κατά τα μέσα του Νοεμβρίου του 1967, δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς κτύπησαν τα τουρκοκυπριακά χωριά Κοφίνου και Άγιος Θεόδωρος, ύστερα από μακρές προκλήσεις των κατοίκων τους (που διοικούντο από αξιωματικό από την Τουρκία) οι οποίοι ήλεγχαν την ζωτική οδική αρτηρία Λευκωσίας-Λεμεσού. Ο στρατηγός Γρίβας, που ηγήθηκε της επιχείρησης, μπόρεσε σχετικά εύκολα να καταλάβει τα δυο χωριά και να εξουδετερώσει τον τουρκοκυπριακό θύλακο. Το επεισόδιο όμως προκάλεσε μεγάλη κρίση. Η Τουρκία απειλούσε με εισβολή στην Κύπρο και για μέρες τα πολεμικά της αεροσκάφη υπερίπταντο του νησιού, ενώ είχε τεθεί σε ετοιμότητα ολόκληρη η πολεμική της μηχανή.
Με την ανάληψη της εξουσίαςαπο την Χούντα στην Ελλάδα ,τα πράγματα δυσκόλεψαν .Η αντιμακαριακή πολιτική της ελληνικής χούντας εδόθη έμπρακτα το πρωί της 15ης Ιούλιου του 1974. Το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών, χρησιμοποιώντας την ΕΛΔΥΚ αλλά και την στελεχούμενη με Ελλαδίτες αξιωματικούς Εθνική Φρουρά, κινήθηκε για να ανατρέψει τον Μακάριο. Τα μέτρα που είχαν παρθεί στην Κύπρο, απεδείχθησαν ανεπαρκή μπροστά στον στρατό. Πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Μακάριος είχε προειδοποιηθεί λίγες μέρες πιο πριν για το ετοιμαζόμενο εγχείρημα. Ο ίδιος είχε δηλώσει αργότερα πως δεν πίστευε ότι επρόκειτο να διενεργηθεί πραξικόπημα με τη χρησιμοποίηση του στρατού αλλά ότι θα επιχειρείτο δολοφονία του.
Ο Μακάριος, ωστόσο, μπόρεσε να διαφύγει από το καιόμενο προεδρικό μέγαρο και να καταφύγει στο μοναστήρι του Κύκκου, στα βουνά του Τροόδους, κι απ’ εκεί στην Πάφο. Στη Λευκωσία και αλλού υπήρξαν εστίες σοβαρής αντίστασης κατά των πραξικοπηματιών, που όμως σύντομα καταβλήθηκαν.
Η Άγκυρα, ύστερα από μια σχεδόν εβδομάδα πυρετωδών στρατιωτικών προετοιμασιών και έντονων πολιτικών επαφών με τους δυτικούς συμμάχους της (Άγγλους και Αμερικανούς κυρίως) αλλά και με πολλές άλλες χώρες περιλαμβανομένων και χωρών του ανατολικού συνασπισμού προς τις οποίες εξήγησε τις θέσεις της και ζήτησε να μη αντιδράσουν αρνητικά, διενήργησε τη στρατιωτική εισβολή της στην Κύπρο. Η τουρκική στρατιωτική εισβολή εξαπολύθηκε ως «ειρηνευτική επιχείρηση» .
Στο μεταξύ ο Μακάριος είχε καταφύγει στα Ηνωμένα Έθνη, όπου κατήγγειλε επίσημα την ελληνική χούντα (19 Ιουλίου του 1974) από το βήμα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Ο Μακάριος παρέμεινε αναγκαστικά εκτός Κύπρου για πέντε ολόκληρους μήνες. Παρά τις προσπάθειές του, δεν κατόρθωσε να επιστρέψει γρηγορότερα στο νησί για λόγους που δεν έγιναν γνωστοί.Τελικά, ύστερα από πέντε μήνες, ο Μακάριος μπόρεσε να επιστρέψει στην Κύπρο στις 7 Δεκεμβρίου του 1974.
Κατά το διάστημα που ακολούθησε, ο πρόεδρος Μακάριος αφιέρωσε τις δυνάμεις του αφ’ ενός στην αντιμετώπιση της τραγικής κατάστασης στο εσωτερικό (προσφυγικό πρόβλημα, πρόβλημα αγνοουμένων, επαναδραστηριοποίηση, ανόρθωση της οικονομίας, επανασυγκρότηση) και αφ’ ετέρου στην προσπάθεια για εξεύρεση λύσεως του Κυπριακού προβλήματος με βάση τα νέα δεδομένα. Αυτή τη φορά όμως η Τουρκία ήταν ο σίγουρος νικητής που επέβαλλε τους όρους.
Ο Μακάριος παρέμεινε πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας μέχρι τον θάνατό του. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στη Λευκωσία στις 3 Αυγούστου του 1977. Στις 8 του ίδιου μήνα, ο κυπριακός Ελληνισμός τον κήδευσε με ανείπωτη οδύνη. Όπως ήταν η επιθυμία του, ετάφη στην κορυφή Θρονίν, στα βουνά του Τροόδους, πάνω ακριβώς από το μοναστήρι του Κύκκου από το οποίο και είχε αρχίσει την τόσο θεαματική πορεία του.
Γεωργία Αθηνή –Φιλόλογος